Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΕ 2 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Τα διηγήματα που θα διαβάσετε παρακάτω είναι αυτά για τα οποία βραβεύτηκα τον Νοέμβριο του 2012 στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό των εκδόσεων "Ήρα Εκδοτική". Πήρα την απόφαση να τα μοιραστώ μαζί σας. 

ΠΡΟΣΟΧΉ: ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ. ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΙΤΕ ΚΛΟΠΗ (ΜΕΡΙΚΗ ή ΟΛΙΚΗ) ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΤΟΥΣ, Εμπίπτει σε ποινικές κυρώσεις του Ν.2121/1993 Περί Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας. 

* * * *

ΔΙΗΓΗΜΑ 1ο
ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ»

17 Απριλίου 2009…

Η Μυρτώ Αθανασίου μια νεαρή φοιτήτρια της νομικής σχολής Αθηνών βγήκε με τη παρέα της να γιορτάσει τα δέκατα ένατα γενέθλιά της. Ένας ξάστερος ουρανός και ένα ελαφρύ αεράκι έκαναν τη βραδιά ιδανική για κάτι τέτοιο.
 Πήγαν όλοι μαζί στο μπαρ που ιδιοκτήτης ήταν το αγόρι της, ο Κώστας. Οι φίλοι της Μυρτώς, αλλά και η ίδια θα χαρακτηρίζονταν ως μια παρέα με ιδιαίτερη ζωντάνια αλλά και ενθουσιασμό. Από τη πρώτη στιγμή που μπήκαν μέσα στο μαγαζί δε σταμάτησαν να χορεύουν και να γελούν παρασύροντας και τους υπόλοιπους θαμώνες.
 Σε κάποια στιγμή τα φώτα του μαγαζιού χαμήλωσαν λιγάκι. Ο Dj έβαλε να παίξει στη κονσόλα του το γνωστό τραγούδι των γενεθλίων στην αγγλική του έκδοση.
Τότε εμφανίστηκε ο Κώστας κρατώντας στα χέρια του μία τούρτα με δεκαεννέα κεράκια. Την άφησε στο τραπέζι που καθόταν η Μυρτώ με τη παρέα της και της είπε.
«Πριν τα σβήσεις μωρό μου, κλείσε τα μάτια και κάνε μια ευχή».
Η Μυρτώ έκλεισε τα μάτια της και έκανε μια ευχή από μέσα της. Έπειτα έσβησε τα κεράκια. Ο Κώστας τη ρώτησε.
«Μπορώ να μάθω τι ευχή έκανες;».
«Όχι». Του απάντησε με νάζι η Μυρτώ κάνοντας τη παρέα να γελάσει. Ο Κώστας δε κρατήθηκε και της έδωσε ένα γλυκό φιλί στο στόμα.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε με χορό και πολλά γέλια. Κατά τη μία τα μεσάνυχτα η Μυρτώ σκέφτηκε το πατέρα της που ήταν μόνος στο σπίτι. Έπρεπε να πάει να του κάνει παρέα.
Έτσι ανακοίνωσε στους φίλους της ότι πρέπει να φύγει και ότι αν θέλουν εκείνοι μπορούν να μείνουν να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους.
Οι φίλοι της δυσαρεστήθηκαν όπως ήταν φυσικό αλλά τελικά την άφησαν να φύγει.
Δε θα μπορούσε να φύγει από το μαγαζί η Μυρτώ χωρίς να χαιρετήσει το αγόρι της.
Πήγε λοιπόν στο μπαρ που καθόταν ο Κώστας και έπινε μια βότκα και του είπε.
«Μωρό μου πρέπει να φύγω».
«Από τώρα;». Τη ρώτησε απορώντας.
«Ο πατέρας μου μωρέ είναι μόνος του στο σπίτι και δεν αισθάνομαι καλά όταν τον αφήνω έτσι». 
«Καλά τότε, πήγαινε. Εμείς θα τα πούμε και αύριο».
«Καλώς». Του είπε η Μυρτώ και του έδωσε ένα τελευταίο φιλί για καληνύχτα. Έκανε να φύγει, όμως γύρισε και ρώτησε το Κώστα.
«Να σου πω Κωστή μου, μήπως έχεις καμιά τούρτα ακόμα και κεράκια; Θέλω να τη πάρω σπίτι, να γιορτάσω και με το μπαμπά τα γενέθλιά μου».
«Τέτοια ώρα δε θα κοιμάται ο άνθρωπος;».
«Φέρε εσύ και βλέπουμε».
Ο Κώστας πήγε στη κουζίνα του μαγαζιού του και της έφερε μια τούρτα και ένα κεράκι. Της είπε.
«Τυχερή είσαι. Κάνουν συχνά γενέθλια παρέες εδώ και τις τούρτες της έχω πάρει χονδρικής. Ορίστε, μια τούρτα και ένα κεράκι».
«Αγάπη μου είσαι γλύκα! Σε λατρεύω! Γεια».
«Γεια. Θα τηλεφωνηθούμε».
Με τη τούρτα ανά χείρας η Μυρτώ πήρε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι της.

* * * *

Την ίδια στιγμή στο σπίτι του ο Ανδρέας Αθανασίου ήταν σε άθλια κατάσταση. Με ένα μπουκάλι ουίσκι παρέα έπνιγε το πόνο του. Αυτό συνήθιζε να κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια από τότε που πέθανε η γυναίκα του η Σοφία.
Για το θάνατό της δε σταμάτησε ούτε μια μέρα να έχει τύψεις, αφού ο ίδιος έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης.
Καθώς λοιπόν άδειαζε τα ποτήρια το ουίσκι το ένα μετά το άλλο και βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο μεθύσι η μνήμη του γύρισε στο παρελθόν, στη βραδιά που η Σοφία σκοτώθηκε. Τα πάντα ξύπνησαν στο μυαλό του και αισθανόταν ότι τα βίωνε μπροστά του για δεύτερη φορά.
Όλα έγιναν πριν πέντε χρόνια. Την ημέρα που βγήκαν να γιορτάσουν την επέτειο του γάμου τους. Εκείνο το βράδυ ο Ανδρέας και η Σοφία πήγαν σ’ ένα ακριβό εστιατόριο. Τα πάντα ήταν υπέροχα από την αρχή της βραδιάς. Το ζευγάρι αντάλλασσε συνεχώς γλυκόλογα και μέλωνε όλο και πιο πολύ.
Για πρώτη φορά όμως τότε ο Ανδρέας ήπιε υπερβολικά και μέθυσε. Όταν σηκώθηκαν να φύγουν επέμενε να οδηγήσει ο ίδιος, παρά την παρότρυνση της Σοφίας να μη το κάνει.
Στο δρόμο για το σπίτι ο Ανδρέας, ζαλισμένος καθώς ήταν έχασε την αίσθηση του κινδύνου και οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το αποτέλεσμα ήταν να παραβιάσει τη προτεραιότητα σε μία διασταύρωση και να συγκρουστεί σφοδρά μ’ ένα φορτηγό που εκείνη την στιγμή διέσχιζε το δρόμο.
Από τη σύγκρουση αυτή η Σοφία ανασύρθηκε νεκρή και ο Ανδρέας γλύτωσε με μερικές γρατσουνιές χάρη στον αερόσακο που άνοιξε έγκαιρα.
Όλες αυτές οι εικόνες στροβίλιζαν έντονα στο μυαλό του Ανδρέα, γι’ αυτό και όταν η μνήμη του γύρισε στη πραγματικότητα ένιωσε φοβερό πονοκέφαλο. Έπιασε με τα χέρια το κεφάλι του και άρχισε να το σφίγγει μήπως αισθανθεί καλύτερα, όμως μάταια. Τότε μπήκε στο σπίτι η Μυρτώ με τη τούρτα στα χέρια, το κεράκι πάνω σ’ αυτήν αναμμένο και αναφώνησε.
«Χρόνια μου πολλά!!».
Μπήκε στο σπίτι χαμογελαστή και χαρούμενη, αλλά μόλις αντίκρισε το πατέρα της σ’ αυτή την άθλια κατάσταση μέθης, το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της και η διάθεση της έπεσε στα τάρταρα.
«Γιατί έγινες πάλι έτσι;». Τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Ο Ανδρέας σήκωσε το κεφάλι του και τη κοίταξε. «Που ήσουν;!». Τη ρώτησε με αυστηρό ύφος.
«Πήγα να γιορτάσω με του φίλους μου τα γενέθλιά μου. Έφερα μια τούρτα να τα γιορτάσουμε και μαζί». Είπε η Μυρτώ και πρόταξε τη τούρτα για να τη δει ο πατέρας της.
Ο Ανδρέας σηκώθηκε από το καναπέ όπου καθόταν και τη πλησίασε παραπατώντας από το μεθύσι. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο μίσος. Έδειχνε να μην καταλάβαινε ποιον είχε απέναντι του εκείνη τη στιγμή. Με μια πολύ νευρική κίνηση πέταξε τη τούρτα από τα χέρια της Μυρτώς στο πάτωμα και άρχισε να της φωνάζει.
«Ποιος σου είπε ότι έχω όρεξη για χορούς και πανηγύρια;!! Δε θέλω τίποτα!! Δε θέλω κανέναν!!! Στο διάολο όλοι!!! Στο διάολο και συ!!!».
Τα μάτια του Ανδρέα πετούσαν φλόγες από τη κακία. Ήταν εκτός εαυτού. Η κακία εκείνης της στιγμής τον ώθησε να σπρώξει με δύναμη τη Μυρτώ, με αποτέλεσμα εκείνη να πέσει στο πάτωμα.
Καθώς έπεφτε προς τα μπρος η Μυρτώ συνέβη κάτι τραγικό. Χτύπησε τα μάτια της στη ξύλινη, μυτερή γωνία που είχε το τραπεζάκι του σαλονιού.
Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που σύντομα έχασε τις αισθήσεις της και από τα μάτια της άρχισε να τρέχει αίμα. Ο Ανδρέας την έβλεπε αναίσθητη στο πάτωμα μέσα στο μεθύσι του και νόμιζε ότι του κάνει πλάκα. Γι’ αυτό και έλεγε. «Έλα Μυρτώ σήκω, τέρμα η πλάκα». Και όσο έβλεπε ότι εκείνη δεν ανταποκρινόταν γινόταν πιο ανυπόμονος. «Σήκω σου λέω! Μη παίζεις με τα νεύρα μου!!».
Κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά μόνο όταν είδε μια κηλίδα αίματος να τρέχει στο πάτωμα. Τότε γονάτισε και τη γύρισε ανάσκελα. Μόλις είδε το βαθύ τραύμα στα μάτια της τρομοκρατήθηκε. Τη χτυπούσε απαλά στο πρόσωπο μήπως συνέλθει αλλά κανένα αποτέλεσμα.
Στο τέλος ειδοποίησε κλαίγοντας ασθενοφόρο και τη μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο.

* * * *

O γιατρός στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε η Μυρτώ έκρινε τη κατάστασή της πολύ σοβαρή με μια πρώτη ματιά. Την υπέβαλε σε μία σειρά εξετάσεων που διήρκησαν πολλές ώρες.
Όλες αυτές τις ώρες, ο Ανδρέας ακολουθούσε κατά πόδας το φορείο με τη Μυρτώ σε όλους τους θαλάμους που έμπαινε για εξετάσεις. Έφτανε μέχρι τη πόρτα και μετά οι γιατροί που την ανέλαβαν του απαγόρευαν την είσοδο.
Όταν όλες οι εξετάσεις τελείωσαν ο επιβλέπων γιατρός με μία μαγνητική τομογραφία στα χέρια του κατευθύνθηκε στο γραφείο του και ζήτησε από τον Ανδρέα να τον ακολουθήσει.
Εκεί του προσέφερε πρώτα ένα πικρό καφέ για να συνέλθει από τη μέθη και να μπορέσουν να μιλήσουν για τη κατάσταση της κόρης του.
Αφού ο Ανδρέας ήπιε το καφέ και συνήλθε πλήρως, ρώτησε το γιατρό. «Λοιπόν γιατρέ πως είναι η κόρη μου;».
«Ακούστε κύριε Αθανασίου, δε μ’ ενδιαφέρει πως τραυματίστηκε η κόρη σας κατά αυτό τον τρόπο, ούτε γιατί όταν μας τη φέρατε ήσασταν τύφλα στο μεθύσι. Αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως εμένα είναι η υγεία του ασθενούς, και ως προς αυτό τα πράγματα δε βαίνουν καθόλου καλώς».
«Δηλαδή;». Αποκρίθηκε ο Ανδρέας νιώθοντας ένα κόμπο στο στομάχι γι’ αυτά που πρόκειται να ακούσει παρακάτω. Ο γιατρός του είπε ευθέως.
«Κύριε Αθανασίου, η κόρη σας έχει υποστεί ένα ισχυρό σοκ από το χτύπημα. Αυτό σημαίνει ότι για αρκετό καιρό δε θα έχει επαφή με το περιβάλλον. Δε θα μιλά και δε θα αντιδρά. Θα είναι σαν ένα ανθρώπινο άγαλμα. Σε ότι αφορά το τραυματισμό στα μάτια της μπορώ να σας πω μετά βεβαιότητας ότι έχει χάσει πλήρως την όρασή της. Ο κερατοειδής των ματιών έχει σπάσει και δε χωρά επέμβαση μεταμόσχευσης».
Τα χτυπήματα ήταν απανωτά για τον Ανδρέα μ’ αυτά που άκουγε. Πόσα έπρεπε να πληρώσει ακόμα αυτός ο άνθρωπος για τα λάθη του;
Σαν μια ύστατη ελπίδα ν’ ακούσει κάτι ευχάριστο, ρώτησε το γιατρό.
«Υπάρχει καμιά ελπίδα βελτίωσης γιατρέ;».
«Είναι νωρίς να μιλάμε για κάτι τέτοιο. Πραγματικά δε ξέρω, έχουμε δρόμο μπροστά μας κύριε Αθανασίου. Σκέφτομαι μάλιστα να ζητήσω να τη μεταφέρουμε σ’ ένα κέντρο αποκατάστασης και ψυχικής υγείας που γνωρίζω για να έχω μια πιο άρτια παρακολούθηση απ’ ότι εδώ. Θα χρειαστεί μακρά νοσηλεία».
«Κάντε ότι καλύτερο μπορείτε για τη κόρη μου, γιατρέ. Σας παρακαλώ!». Του είπε ικετεύοντας ο Ανδρέας.
«Να είστε βέβαιος».
«Μπορώ να τη δω;».
 «Δε νομίζω ότι έχει νόημα σήμερα, είναι πολύ κουρασμένη».
«Σας παρακαλώ!». Οι ικεσίες του Ανδρέα διαδέχονταν η μία την άλλη. Εκείνη τη στιγμή αισθανόταν ότι αν ο γιατρός τον άφηνε να δει για λίγο το παιδί του θα είχε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει το κακό που έκανε στο σπλάχνο του και ίσως έβρισκε τη δύναμη να της ζητήσει ένα βουβό συγνώμη.
Με τις πολλές ικεσίες τελικά ο γιατρός άφησε τον Ανδρέα να τη δει για μερικά λεπτά.
«Καλά. Μπορείτε να τη δείτε για λίγο, αλλά από μακριά». Του είπε.
«Εντάξει».
Φορώντας ποδιά χειρουργείου, σκούφο, μάσκα και γάντια χειρουργικά ο γιατρός συνόδευσε τον Ανδρέα στο θάλαμο της εντατική που νοσηλευόταν η Μυρτώ.
Δε τον άφησε να μπει μέσα στο θάλαμο. Του επέτρεψε να τη δει από το παράθυρο που υπήρχε.
Αντικρίζοντας ο Ανδρέας την τραγική κλινική εικόνα του παιδιού του, δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει βουβά. Σε κάποια στιγμή μονολόγησε. «Τι σου έκανα κορίτσι μου; Τι μου έφταιξες;!».
Ο γιατρός τον άφησε για λίγο μόνο και μπήκε στο θάλαμο για να δει αν η μηχανική υποστήριξη με την οποία ήταν συνδεδεμένη η Μυρτώ λειτουργούσε σωστά.
Όταν βγήκε του είπε. «Πηγαίνετε τώρα κύριε Αθανασίου. Μη κάνετε άλλο κακό στον εαυτό σας».
Ο Ανδρέας μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο επέστρεψε στο σπίτι πραγματικό ράκος! Δε μπόρεσε να κοιμηθεί ούτε λεπτό. Πήρε όλα τα μπουκάλια με το αλκοόλ και τα άδειασε ένα προς ένα στον νιπτήρα του μπάνιου. Ορκίστηκε να μην πιει ποτέ ξανά στη ζωή του, για κανέναν λόγο.

* * * *

      17 Απριλίου 2010…

Ένα χρόνο μετά από εκείνο το τραγικό τελικά βράδυ τα πράγματα παρέμειναν σχεδόν στην ίδια κατάσταση. Η Μυρτώ μεταφέρθηκε από το νοσοκομείο όπου ήταν, σ’ ένα πρότυπο κέντρο αποκατάστασης και ψυχικής υγείας. Παρόλα αυτά όμως δε παρουσίασε σημάδια βελτίωσης. Εξακολουθούσε να είναι καθηλωμένη σ’ ένα κρεβάτι, βυθισμένη στο δικό της βουβό κόσμο και στο απόλυτο σκοτάδι των ματιών της.
Αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί, σήμερα θα γιόρταζε με τη παρέα της τα εικοστά της γενέθλια.
Ο πατέρας της, ο Ανδρέας έμενε στο σπίτι του. Την επισκεπτόταν συχνά στο κέντρο και αυτό θα έκανε και σήμερα.
Σιδέρωσε και φόρεσε το καλό του το κουστούμι. Πήρε και μια τούρτα. Έστω και σ’ αυτή τη κατάσταση που ήταν η Μυρτώ θα γιόρταζαν τα γενέθλιά της, με την ελπίδα ότι έτσι θα ξεφύγει από το βουβό της κόσμο και θ’ αρχίσει ν’ αντιδρά λίγο.
Φεύγοντας κλείδωσε τη πόρτα του σπιτιού και εκείνη τη στιγμή άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά, το αγνόησε όμως.
Σ’ ένα τέταρτο περίπου ήταν έξω από το κέντρο. Ευτυχώς ήταν κοντά στο σπίτι του και είχε άμεση πρόσβαση αν χρειαζόταν οτιδήποτε η Μυρτώ.
Ανέβηκε τρέχοντας στον όροφο που ήταν το δωμάτιό της. Όταν όμως μπήκε μέσα στο θάλαμο δε τη βρήκε στο κρεβάτι της. Ήταν μια νοσοκόμα εκεί και άλλαζε τα σεντόνια.
«Συγνώμη, εδώ ήταν η κόρη μου, που πήγε;». Τη ρώτησε. Η νοσοκόμα τον κοίταξε μ’ ένα παγωμένο βλέμμα. «Είστε ο πατέρας της Μυρτώς Αθανασίου;». Τον ρώτησε και εκείνη.
«Ναι». Της απάντησε ξερά ο Ανδρέας.
«Περιμένετε εδώ, θα φωνάξω το γιατρό».
Ο Ανδρέας περίμενε στο δωμάτιο και η νοσοκόμα πήγε να φωνάξει το γιατρό. Δε μπορούσε να καταλάβει τι συνέβη. Ούτε που φανταζόταν τι θα άκουγε παρακάτω.
Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο και τον κοίταξε με το ίδιο παγωμένο βλέμμα όπως η νοσοκόμα.
«Που είναι γιατρέ το παιδί μου; Μιλήστε! Γιατί δε μιλάτε;!».
«Κύριε Αθανασίου βρίσκομαι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση… Δε βρίσκω λόγια να σας πω αυτό που συνέβη…».
«Τι σημαίνουν όλα αυτά γιατρέ; Δε καταλαβαίνω! Εξηγείστε μου!!».
«Η κόρη σας κύριε Αθανασίου… Απεβίωσε».
Η Μυρτώ έφυγε από τη ζωή βουβή και αμίλητη. Απίστευτο! Ένα βαρύ πένθος σκέπασε τη ψυχή του Ανδρέα μαζί μ’ ένα βουνό από ενοχές.
Αν δεν είχε πιει δε θα έχανε το έλεγχο και δε θα χτυπούσε τη Μυρτώ. Εκείνη δε θα έπεφτε, δε θα σοκαρίζονταν και δε θα έχανε το φως της.
Όλα αυτά όμως ήταν υποθέσεις. Η πραγματικότητα ήταν άλλη, η Μυρτώ πέθανε. Αυτή τη πραγματικότητα ο Ανδρέας προσπαθούσε να την αποφύγει διακαώς. Έλεγε και ξανάλεγε. «Μου λέτε ψέματα! Μου λέτε ψέματα…!».
Ο γιατρός όμως ήταν ειλικρινής. «Κύριε Αθανασίου ποτέ δε θα αστειευόμουν με κάτι τέτοιο. Λυπάμαι».
Έτσι ο Ανδρέας συνειδητοποίησε τη πραγματικότητα και άρχισε να κατηγορεί ανοιχτά τον εαυτό του. «Ανάθεμά με…». Είπε πικραμένος και συνέχισε. «Ανάθεμα τη τύχη μου! Ήταν ένα νέο κορίτσι που δε μου έφταιξε σε τίποτα!». Τα δάκρυα του πόνου φάνηκαν στα μάτια του.
Ο γιατρός τον άκουγε αμίλητος με κατανόηση. Όταν τον είδε πιο ήρεμο του συνέστησε να γυρίσει στο σπίτι του και του υποσχέθηκε ότι θα αναλάβει ο ίδιος τη φροντίδα της σωρού της.
Ο Ανδρέας τον υπάκουσε και σηκώθηκε να φύγει. Φεύγοντας το μόνο που ρώτησε το γιατρό ήταν.
«Πως πέθανε το βλαστάρι μου γιατρέ;».
«Το ισχυρό σοκ που αντιμετώπιζε πέρασε σε στάδιο σοβαρού ψυχολογικού προβλήματος που δυστυχώς ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί με φάρμακα. Ο οργανισμός καταβλήθηκε και έτσι σήμερα το πρωί τη βρήκαμε νεκρή». 
«Η τραγική ειρωνεία γιατρέ είναι ότι σήμερα είχε τα γενέθλιά της. Απίστευτο δεν είναι; Πέθανε την ίδια μέρα που γεννήθηκε».
«Η ζωή κύριε Αθανασίου είναι απρόβλεπτη. Κανείς δε τη ξέρει, λυπάμαι πραγματικά. Έκανα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να σώσω τη κόρη σας. Πηγαίνετε σπίτι σας τώρα. Δε σας κάνει καλό να είστε εδώ».
«Πάω. Από σήμερα βυθίζομαι στην απόλυτη μοναξιά. Δε περιμένω τίποτα. Δεν ελπίζω σε τίποτα».
Με αργά βήματα ο Ανδρέας βγήκε από το κέντρο βυθισμένος στη θλίψη του.  Από σήμερα θα κουβαλούσε πάνω του την ενοχή για δύο θανάτους. Μέχρι σήμερα τον κυνηγούσαν οι ερινύες για το θάνατο της γυναίκας του. Από σήμερα θα το κυνηγούσαν και για το θάνατο της κόρης του.
Βγαίνοντας από το κέντρο είδε στο περίβολο το μικρό εκκλησάκι που υπήρχε. Μετά από πολύ καιρό ένιωσε την ανάγκη να έρθει σε επαφή με το Θεό.
Έτσι μπήκε μέσα και γονάτισε μπρος στην ωραία πύλη του ιερού. Παρέμεινε σιωπηλός, εκείνη τη στιγμή η μόνη φωνή που ακούγονταν ήταν αυτή που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του. Η φωνή αυτή έλεγε.
“Θεέ μου, ίσως είμαι ανάξιος να ζητώ το έλεός σου για όσα προκάλεσα στους ανθρώπους μου αλλά το έχω ανάγκη. Φύλαγε τη γυναίκα μου και το παιδί μου στο παράδεισο σου και δώσε σ’ εμένα το ανάξιο τέκνο σου μια δεύτερη ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη μου. Προκάλεσα πολύ πόνο στον εαυτό μου, έμεινα μόνος. Δείξε μου σε παρακαλώ το δρόμο της λύτρωσης”
Η προσευχή του Ανδρέα τελείωσε. Κατά ένα περίεργο τρόπο εκείνη τη στιγμή ένα αόρατο χέρι του απάλυνε το πόνο. Σκούπισε με το μαντίλι του τα δάκρυα που έτρεξαν από τα μάτια του και κίνησε να φύγει.
Τότε μπήκε στο εκκλησάκι, ένα μικρό, τυφλό κοριτσάκι συνοδευόμενο από μία νοσοκόμα για να προσευχηθεί. Ήταν περίπου έξι χρονών, ξανθό και όμορφο σαν άγγελος.
Ο Ανδρέας σταμάτησε και το κοίταξε την ώρα που στεκόταν μπρος στην εικόνα της Παναγίας και έλεγε. «Παναγίτσα μου, εσύ που αγαπάς όλα τα παιδάκια του κόσμου φύλαγε τη μαμά και το μπαμπά μου που είναι άγγελοι στον ουρανό και κάνε να βρω γρήγορα πάλι το φως μου. Είμαι μικρό παιδάκι και το σκοτάδι το φοβάμαι. Θέλω να δω όλα τα ωραία χρώματα που υπάρχουν γύρω μου».
Το μικρό κορίτσι συνέχιζε να προσεύχεται. Ο Ανδρέας συγκινήθηκε από τα όμορφα λόγια που το άκουσε να λέει. Έτσι πλησίασε τη νοσοκόμα και τη ρώτησε.
«Συγνώμη δεσποινίς, τι συμβαίνει με το κοριτσάκι;». Η νοσοκόμα του απάντησε χαμηλόφωνα για να μην ακούσει η μικρή.
«Τραγική ιστορία κύριέ μου! Η οικογένειά της είχε ένα ατύχημα πριν δύο χρόνια. Στο σπίτι που έμεναν έγινε έκρηξη φιάλης υγραερίου. Οι γονείς σκοτώθηκαν στη προσπάθειά τους να προστατεύσουν τη μικρή. Δε μπόρεσαν όμως να τη προστατεύσουν πλήρως και η έκρηξη της δημιούργησε πρόβλημα στην όραση».
«Υπάρχει ελπίδα να ξαναδεί;».
«Υπάρχει. Αν υποβληθεί σε επέμβαση κερατοειδούς, χρειάζεται μόσχευμα. Το κέντρο ψάχνει από τη πρώτη στιγμή και εδώ και στο εξωτερικό για μέλος αλλά κανένα μέχρι σήμερα δεν είναι συμβατό. Ας ελπίσουμε να βρεθεί σύντομα».
«Πάνω απ’ όλα η ελπίδα».
«Σίγουρα!». 
Τότε η μικρή φώναξε τη νοσοκόμα να τη βοηθήσει δίνοντας της το χέρι  της να στηριχτεί.
Φεύγοντας, το κοριτσάκι παρόλο που δεν έβλεπε αισθάνθηκε τη παρουσία του Ανδρέα μέσα στο εκκλησάκι. Είπε λοιπόν στη νοσοκόμα.
«Στέλλα, δεν είμαστε μόνες μας εδώ. Το αισθάνομαι, άκουσε και κάποιος άλλος τη προσευχή μου σήμερα».
«Είναι ένας κύριος εδώ καρδιά μου». Της απάντησε η νοσοκόμα.
Ο Ανδρέας πλησίασε και είπε στη μικρή. «Εγώ άκουσα τη προσευχή σου μικρούλα μου».
«Ποιος είστε εσείς;».
«Με λένε Ανδρέα, εσένα;».
«Αλίκη».
«Αλίκη, έχεις πολύ ωραίο όνομα. Γλυκό και όμορφο σαν εσένα».
«Γιατί είστε εδώ; Αρρώστησε κάποιος από την οικογένειά σας;».
«Μια καλή νεράιδα μου ‘πε να έρθω να σε βρω και να σε προστατεύω».
«Αλήθεια;!».
 «Ναι καρδιά μου».
«Τότε να έρθετε ξανά θα σας περιμένω».
«Να περιμένεις».
Η νοσοκόμα κοίταξε το ρολόι στο χέρι της. Η ώρα είχε περάσει, η μικρή Αλίκη έπρεπε να επιστρέψει στο θάλαμο νοσηλείας της. Να φάει και να κοιμηθεί. Έτσι και έγινε, αφού χαιρέτησε τον Ανδρέα επέστρεψε στο θάλαμό της.
Ο Ανδρέας από την άλλη ένιωσε ένα φως ελπίδας μέσα στη πονεμένη του ψυχή γνωρίζοντας τη μικρή Αλίκη και την τραγική της ιστορία. Ένιωσε ότι αυτό το μικρό κοριτσάκι είναι η δεύτερη ευκαιρία που του δίνει η ζωή για να διορθώσει τα λάθη του.
Έτρεξε πίσω στο κέντρο να βρει τον υπεύθυνο γιατρό του κοριτσιού και τα κατάφερε.
Κλειστήκανε μαζί σ’ ένα γραφείο και μιλήσανε για ώρα. Ο Ανδρέας του εξήγησε όλη την ιστορία του θανάτου της κόρης του και εκείνος τον κοίταγε αποσβολωμένος.
Εκείνο όμως που άφησε πραγματικά άφωνο τον γιατρό ήταν η επιθυμία του Ανδρέα να κάνει εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν ο κερατοειδής του είναι κατάλληλο μόσχευμα για την επέμβαση που χρειάζεται η μικρή Αλίκη και σε περίπτωση που ήταν να μπει στο χειρουργείο να του αφαιρεθεί και να δωριθεί στο μικρό κοριτσάκι.  
Στην αρχή ο γιατρός ήταν εντελώς αρνητικός μ’ αυτή την επιθυμία του Ανδρέα και αυτό γιατί αν του αφαιρούσε τον κερατοειδή για να τον μεταμοσχεύσει στη μικρή Αλίκη, ο ίδιος θα έχανε για πάντα το φως του.
Μάταια προσπαθούσε ο γιατρός να τον μεταπείσει. Ο Ανδρέας είχε πάρει την απόφασή του. Του εξήγησε ότι αυτός ήταν ένας τρόπος για να εξιλεωθεί από τις τύψεις για το θάνατος της κόρης του.
Έτσι κατάφερε το γιατρό να του κλείσει ένα ραντεβού για τις απαραίτητες εξετάσεις.
Όλα αυτά βέβαια θα γινόταν δίχως η μικρή Αλίκη να γνωρίζει κάτι. Στην όλη ιστορία έπρεπε να τηρηθεί άκρα μυστικότητα.
Με λίγο πιο ανάλαφρη τη καρδιά του από το πόνο, ο Ανδρέας επέστρεψε στο σπίτι του. Η επόμενη μέρα για τον ίδιο ήταν δύσκολη, ήταν η μέρα κηδείας της Μυρτώς. Τη συνόδευσε στην τελευταία της κατοικία εντελώς μόνος. Καθώς έβλεπε τη σωρό της να κατεβαίνει στο τάφο και να σκεπάζετε με χώμα, σκεφτόταν ότι αποχαιρετά μια ψυχή, αλλά ίσως έχει μια δεύτερη ευκαιρία να χαρίσει ζωή σε μια άλλη ψυχούλα που το είχε ανάγκη. Στη μικρούλα Αλίκη.     

* * * *

     Ο Ανδρέας περίμενε υπομονετικά το γιατρό της μικρής Αλίκης στο γραφείο του να γυρίσει από την ιατρική επίσκεψη που της έκανε.
Σήμερα ήταν η μεγάλη  μέρα. Σε λίγο θα υποβαλλόταν σε μια σειρά εξετάσεων για να διαπιστωθεί αν ο κερατοειδής του είναι κατάλληλος για μεταμόσχευση στη μικρή Αλίκη.
Η αγωνία του είχε αγγίξει το κόκκινο. Για να εκτονωθεί χτυπούσε τα δάχτυλα των χεριών του ρυθμικά πάνω στο γραφείο καθώς περίμενε.
Ο γιατρός ήρθε, καλημέρισε τον Ανδρέα, έπειτα του είπε.
«Η κατάσταση της μικρής Αλίκης είναι σταθερή. Είστε απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε κύριε Αθανασίου;».
«Απόλυτα γιατρέ. Παρακαλάω να έχω το κατάλληλο κερατοειδή για τη μικρή Αλίκη».
«Και δε σας νοιάζει που θα χάσετε την όρασή σας; Είμαι υποχρεωμένος να το ρωτώ αυτό μέχρι να βεβαιωθώ ότι είστε ψυχολογικά έτοιμος».
«Έχασα τους ανθρώπους μου από δική μου ευθύνη γιατρέ. Δε με φοβίζει το να χάσω το φως μου λοιπόν».
Μετά από αυτή την απάντηση ο γιατρός δεν είχε κάτι άλλο να πει στον Ανδρέα. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και έβγαλε μία υπεύθυνη δήλωση. Του είπε.
«Σ’ αυτό το χαρτί δηλώνεται ότι οι εξετάσεις που θα κάνουμε γίνονται με δική σας ευθύνη και ότι αποδέχεστε να δώσετε το κερατοειδή σας ως μόσχευμα σε περίπτωση που κριθεί κατάλληλος για την ασθενή που το χρειάζεται».
Ο Ανδρέας χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε ένα στυλό, συμπλήρωσε και υπέγραψε αυτή τη δήλωση.
Έπειτα ξεκίνησε η διαδικασία των εξετάσεων. Ήταν λίγο επίπονες, αλλά τον Ανδρέα λίγο τον ένοιαζε αυτό.
Αργά το απόγευμα ο γιατρός είχε στα χέρια του όλες τις εξετάσεις που χρειαζόταν. Ο Ανδρέας περίμενε έξω από το γραφείο του έχοντας ιδρώσει, να μάθει τα αποτελέσματα.
Του πήρε αρκετή ώρα του γιατρού να καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα. Όταν όμως ήταν σίγουρος πλέον, φώναξε τον Ανδρέα στο γραφείο του και του είπε.
«Κύριε Αθανασίου, είμαι απόλυτα βέβαιος πια. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θαύμα της φύσης. Έχετε ακριβώς την ίδια μορφολογία στο κερατοειδή των ματιών σας μ’ αυτόν που χρειάζεται η μικρή Αλίκη για να ξαναδεί. Κοιτάω, ξανακοιτάω και δεν πιστεύω στα μάτια μου!».
Ο γιατρός δε πίστευε στα μάτια του και ο Ανδρέας στα αυτιά του. Επιτέλους η ζωή του χάριζε τη λύτρωση που αναζητούσε. Με το αίσθημα της δικαίωσης στα μάτια του, ρώτησε το γιατρό.
«Προχωράμε δηλαδή γιατρέ;!».
«Φυσικά! Θα κλείσω το συντομότερο χειρουργείο για την επέμβαση. Τώρα κιόλας θα πάω στο θάλαμο της μικρής να την ενημερώσω. Εσείς πηγαίνετε σπίτι σας και θα σας τηλεφωνήσω για την ημερομηνία του χειρουργείου».
Ο Ανδρέας έκανε να φύγει απόλυτα ευχαριστημένος και ήσυχος. Ο γιατρός όμως τον σταμάτησε και του είπε κάτι τελευταίο. «Κύριε Αθανασίου…».
«Τι είναι γιατρέ;». Στάθηκε και τον ρώτησε ο Ανδρέας.
«Μπορεί η ζωή να μη σας φέρθηκε καλά, όμως αυτό που κάνετε είναι γενναίο και οφείλω να σας το πω». Στα χείλη του Ανδρέα ζωγραφίστηκε ένα ελαφρύ χαμόγελο και έτσι απλά ευχαρίστησε το γιατρό και έφυγε.
Φεύγοντας πέρασε από το θάλαμο της μικρής Αλίκης. Την είδε από μακριά μέσα από ένα παράθυρο που υπήρχε. Ήταν χαμογελαστή και χαρούμενη, αγκάλιαζε ξανά και ξανά το γιατρό και την αποκλειστική της νοσοκόμα.
Προφανώς μόλις είχαν πει στο μικρό κορίτσι ότι βρέθηκε κάποιος που με τη βοήθειά του θα μπορέσει να ξαναδεί. Μόνο μ’ αυτά τα πολύ απλά για την ηλικία της λόγια θα μπορούσε να καταλάβει η μικρούλα Αλίκη.

* * * * 

Η μέρα της επέμβασης έφτασε. Ο Ανδρέας είχε εδώ και δύο μέρες εισαχθεί στο κέντρο για τις απαραίτητες εξετάσεις πριν την επέμβαση.
Ήταν επτά η ώρα το πρωί. Μία νοσοκόμα τον ξύπνησε και του έδωσε να φορέσει τη χειρουργική ποδιά. Εκείνος αφού έκανε πρώτα ένα κρύο ντους τη φόρεσε με αργές κινήσεις. Η αλήθεια είναι πως μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αποφασισμένος να το κάνει. Καθώς όμως φορούσε τη χειρουργική ποδιά το αίσθημα του φόβου φώλιασε μέσα του.
Τότε ακούστηκε η φωνή της λογικής να του λέει. “Δε μπορείς να κάνεις πίσω τώρα. Σ’ ένα μικρό κοριτσάκι γεννήθηκε η ελπίδα ότι θα ξαναδεί και συ το χρωστάς στη ψυχή της γυναίκα σου και της κόρη σου.”
Έτσι βγήκε φορώντας τη χειρουργική ποδιά από το μπάνιο και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του δωματίου. Κοίταξε ψηλά το χρώμα του ουρανού, σε λίγη ώρα δε θα μπορούσε να το ξαναδεί και ήθελε να το χορτάσει.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο τραυματιοφορέας, μπήκε μέσα και του είπε. «Κύριε Αθανασίου το χειρουργείο είναι έτοιμο. Πρέπει να φύγουμε».
«Ναι». Απάντησε λες και ξεψυχούσε ο Ανδρέας.
Λίγη ώρα μετά βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάγκο του χειρουργείου έχοντας δίπλα του τον γιατρό, ο οποίος λίγο πριν τον ναρκώσει για την επέμβαση του είπε.
«Σε λίγο θα σας ναρκώσω για να προχωρήσω στην επέμβαση. Θα νιώσετε το κεφάλι και τα μάτια σας να βαραίνουν και θα κοιμηθείτε. Όταν θα ξυπνήσετε ο δικό σας κόσμος θα είναι πλέον το σκοτάδι. Έχετε το δικαίωμα κύριε Αθανασίου ακόμα και τώρα να μην μ’ αφήσετε να προχωρήσω στην επέμβαση αν δε θέλετε».
«Προχώρα γιατρέ». Του είπε αποφασισμένος ο Ανδρέας. Ο γιατρός του έσφιξε συγκινημένος το χέρι και τον νάρκωσε.

* * * *

         Τρεις μήνες μετά…

Ο κερατοειδής που αφαιρέθηκε από τον Ανδρέα μεταμοσχεύθηκε ήδη στη μικρή Αλίκη και η όραση της αποκαταστάθηκε πλήρως. Μπορούσε να δει τα πάντα γύρω της και αυτό τη γέμιζε χαρά. Όμως είχε ένα κενό μέσα της. Ζητούσε επανειλημμένα από το γιατρό της να γνωρίσει τον άνθρωπο που τη βοήθησε να ξαναδεί. Εκείνος της έλεγε να κάνει υπομονή.
Ο Ανδρέας ζούσε πλέον στο απόλυτο σκοτάδι. Είχε αρχίσει να συνηθίζει τις νέες συνθήκες της ζωής του, που του επέβαλαν να φορά μαύρα γαλιά και να κρατά μονίμως το μπαστούνι των τυφλών για να κινείται ενστικτωδώς.
Σήμερα μάλιστα αποφάσισε να επισκεφθεί στο κέντρο αποκατάστασης και ψυχικής υγείας τη μικρή Αλίκη. Πληροφορήθηκε από το γιατρό της ότι ήθελε διακαώς να γνωρίσει τον άνθρωπο που της χάρισε το φως της και είπε να μη της χαλάσει χατίρι.
Όταν έφτασε στο κέντρο και μπήκε στο θάλαμο που ήταν η μικρή Αλίκη, ο γιατρός της το πήρε από το χέρι και το πήγε κοντά της.
Η μικρούλα Αλίκη τρόμαξε όπως τον είδε με το μπαστούνι και τα μαύρα γαλιά. Δε είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή της. Τρομαγμένη τον ρώτησε.
«Ποιος είστε εσείς;». Ο γιατρός της, της είπε.
«Ο άνθρωπος αυτός Αλίκη μου είναι που σε βοήθησε να ξαναδείς. Επέλεξε να μη βλέπει ο ίδιος για να μπορείς να δεις εσύ όλα αυτά τα όμορφα πράγματα στη ζωή».
Μετά από αυτό που της είπε ο γιατρός, η μικρή Αλίκη δε ξεκολλούσε από την αγκαλιά του Ανδρέα για ώρες θέλοντας να του δείξει την αγάπη της.
Σε κάποια στιγμή η μικρή Αλίκη και ο Ανδρέας έμειναν μόνοι στο θάλαμο. Τότε το κοριτσάκι τον ρώτησε.
«Θείε Ανδρέα, γιατί ήθελες τόσο πολύ να με βοηθήσεις να δω; Δεν είμαι το παιδί σου, ούτε με γνώριζες πριν».
Ο Ανδρέας της απάντησε περιγράφοντας τις τραγικές στιγμές στη ζωή του σαν ένα γλυκό παραμύθι από εκείνα που δεν τρομάζουν τα μικρά παιδιά, με την ελπίδα ότι θα καταλάβει.
Αργά το βράδυ έπρεπε να φύγει πλέον από το κέντρο. Φεύγοντας άκουσε τη μικρή να του λέει τα εξής καταπληκτικά λόγια.
«Θείε Ανδρέα, αυτό που έκανες θα το έκαναν μόνο ο μπαμπάς μου και η μαμά μου που είναι στο Χριστούλη. Θες να γίνεις εσύ ο μπαμπάς μου;».
Είχε πολύ καιρό να ακούσει τη λέξη μπαμπά ο Ανδρέας και συγκινήθηκε. Δε έγινε όμως μόνο θεωρητικά ο πατέρας της μικρής Αλίκης αλλά και ουσιαστικά. Λίγο καιρό μετά την υιοθέτησε και ζούσαν μαζί σ’ ένα άνετο σπίτι με κήπο. Έπαιζαν και γελούσαν παρέα όλη την ημέρα. Όσο η μικρή Αλίκη μεγάλωνε και καταλάβαινε ότι ο θετός της πατέρας την είχε ανάγκη σε κάποια μικροπράγματα της καθημερινότητας επειδή δεν έβλεπε ήταν πάντα δίπλα του αδιαμαρτύρητα.
Από την άλλη ο Ανδρέας συζητούσε συνέχεια για διάφορα θέματα μ’ αυτό το κορίτσι καθώς ωρίμαζε. Επειδή δε μπορούσε να τη δει από τις απαντήσεις που έπαιρνε σ’ αυτές τις συζητήσεις που έκαναν αισθανόταν πάντα σχεδόν ότι είχε απέναντί του την αδικοχαμένη κόρη του Μυρτώ. Οι απόψεις της Αλίκης για διάφορα θέματα ταυτίζονταν πλήρως μ’ αυτές που θα είχε η Μυρτώ αν ήταν στη ζωή.
Πιστέψτε με όμως, η Αλίκη δεν είχε μόνο ταύτιση απόψεων με την αδικοχαμένη Μυρτώ. Όσο μεγάλωνε εμφανισιακά της έμοιαζε όλο και περισσότερο. Μόλις η Αλίκη έγινε δεκαεννέα χρόνων ήταν σαν η Μυρτώ να αναστήθηκε, τόσο πολύ της έμοιαζε!
Ήταν σαν ο Θεός να μην έσπασε ποτέ το αρχικό καλούπι της Μυρτώς και την κατάλληλη στιγμή το πήρε και την έφτιαξε ξανά από την αρχή. Αυτό θα έλεγε σίγουρα και ο Ανδρέας αν μπορούσε να τη δει.
Τελικά όλοι αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Μόνο που καμιά φορά η ίδια η ζωή, μας τη δίνει πολύ πιο εύκολα απ’ ότι οι άνθρωποι.        

* * * * 


ΔΙΗΓΗΜΑ 2ο
ΤΙΤΛΟΣ: «ΚΑΡΜΙΚΗ ΑΓΑΠΗ»

Η Μάρθα καθόταν όπως κάθε μέρα στο βενζινάδικο κάτω από το σπίτι της. Αυτό το μαγαζί ήταν η μόνη περιουσία που της άφησαν οι γονείς της πριν πεθάνουν.
Έμενε λίγα χιλιόμετρα έξω από το Αγρίνιο, το σημείο εκεί ήταν καλό πέρασμα και καθημερινά σταματούσαν για να βάλουν βενζίνη πολλά αυτοκίνητα.
Για τα δεκαεννέα χρόνια της Μάρθας όμως αυτός ήταν ένας τρόπος ζωής αρκετά ανιαρός. Υποσχέθηκε στον εαυτό της λοιπόν ότι θα ξεφύγει με κάθε τρόπο.  Η μόνη λύση που έβλεπε μπροστά της για να το πετύχει αυτό ήταν να «τρελαθεί» στο διάβασμα για να γράψει άριστα στις πανελλήνιες εξετάσεις και να εξασφαλίσει την είσοδό της σε κάποια σχολή οπουδήποτε, αρκεί να είναι μακριά από το Αγρίνιο.
Έτσι και έγινε. Δυο βδομάδες τώρα που ξεκίνησαν οι πανελλαδικές εξετάσεις δε σήκωσε κεφάλι από τα βιβλία. Διάβαζε παντού, τις ώρες που καθόταν στο βενζινάδικο και περίμενε να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο να βάλει βενζίνη, όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού, ακόμα και όταν έβγαινε στο δρόμο να πετάξει τα σκουπίδια.
Η μόνη στιγμή που η Μάρθα δε σκεφτόταν το διάβασμα ήταν όταν κοιμόταν. Τότε απασχολούσε το μυαλό της κάτι εντελώς διαφορετικό. Ένα όνειρο που έβλεπε από μικρή.
Στο όνειρο αυτό πρωταγωνίστρια ήταν η ίδια. Έτσι κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της έβλεπε τον εαυτό της να ζει μία δεύτερη ζωή.
Το περίεργο ήταν ότι το όνειρο αυτό εκτυλίσσονταν  αναλογικά με  την ηλικίας της. Όσο ήταν μικρή η ίδια, μικρό ήταν και το κοριτσάκι του ονείρου. Τώρα που έγινε κοπέλα, κοπέλα έγινε και το κοριτσάκι του ονείρου.
Επειδή όμως όταν κλείνουμε τα μάτια βλέπουμε αυτά που θέλουμε να δούμε, στο όνειρο αυτό δεν ήταν μόνη της. Τη συντρόφευε στο καθετί ένα αγόρι που μεγάλωνε κι’ αυτό μαζί της μέσα στο όνειρο.
Έκλεινε τα μάτια της και έβλεπε ότι μαζί μ’ αυτόν τον άνθρωπο έπαιζε μικρή, έκλαιγε, χαιρόταν, ζούσε όλες τις ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές που συνέβαιναν στο υποσυνείδητό της την ώρα που κοιμόταν. Ίσως επειδή έμεινε πολύ νωρίς μόνη είχε ανάγκη μια συντροφιά και κάλυψε αυτή την ανάγκη δημιουργώντας ένα φανταστικό πρόσωπο στο μυαλό της.
Παράξενο όνειρο πάντως! Το ακόμα πιο παράξενο ήταν ότι κάθε φορά που η Μάρθα έβλεπε αυτό το όνειρο ένιωθε ότι το ζούσε πραγματικά. Το είχε κάνει μέρος τη καθημερινότητάς της. Περίμενε πως και πώς να κοιμηθεί για να δει τι θα συμβεί στο όνειρό της.

* * * *

Ένα πρωινό που η Μάρθα καθόταν στο βενζινάδικο και διάβαζε για το τελευταίο μάθημα των πανελλαδικών εξετάσεων, που θα το έδινε σε δύο μέρες, την επισκέφθηκε η φίλη της η Αλίκη. Είπε και εκείνη να χαλαρώσει λίγο από το διάβασμα του τελευταίου μαθήματος των πανελλαδικών και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από λίγη κουβέντα με τη φίλη της.
Πήρε λοιπόν το ποδήλατό της και ξεκίνησε για το σπίτι της Μάρθας. Όταν έφτασε κοίταξε στο βενζινάδικο και την είδε χωμένη μέσα στα βιβλία και τα τετράδια. Στάθηκε στη πόρτα και της είπε.
«Ε…! Φιλενάδα, παράτα για λίγο αυτά τα διαλοβιβλία! Δε τα βαρέθηκες;».
Η Μάρθα σήκωσε τα μάτια της από τα βιβλία και της είπε. «Καλημέρα Αλικάκη! Πέρασε, να κάνω καφεδάκι;». Η Αλίκη μπήκε μέσα στο μαγαζί και της είπε.
«Βάλε με πρώτα να καθίσω σε μια καρέκλα γιατί θα σωριαστώ κάτω. Αυτές οι έρμες οι πανελλαδικές με εξαντλήσανε!».
Κατανοώντας την ανάγκη της Αλίκης η Μάρθα της προσέφερε μία καρέκλα να καθίσει και της είπε.
«Άντε υπομονή, ένα μαθηματάκι ακόμα και μετά φοιτήτριες σε μια μεγαλούπολη μακριά από δω». Έπειτα ξεκίνησε να φτιάχνει δυο ελληνικούς καφέδες. Σε μια γωνιά του μαγαζιού είχε όλα τα απαραίτητα σύνεργα. Ένα μικρό καμινέτο, ένα μπρίκι, καφέ και ζάχαρη.
Σε δύο λεπτά ήταν έτοιμοι και πολύ περιποιημένοι, με μία φουσκάλα στο κέντρο ο καθένας. Τους έβαλε σ’ ένα μικρό δίσκο και τους σέρβιρε στην Αλίκη. Εκείνη ήπιε μια γουλιά από το δικό της φλιτζάνι και είπε με ευχαρίστηση. «Αχ! Αυτό το καφεδάκι μου χρειαζότανε μετά από τόσο διάβασμα». Έπειτα ρώτησε τη Μάρθα. «Εσύ πως τα πας με το διάβασμά σου;».
«Πολύ καλά! Διαβάζω ασταμάτητα από χθες το βράδυ για το τελευταίο μάθημα».
«Μη το παρατραβάς Μαρθούλα, δε κάνει καλό τόσο πολύ διάβασμα». Ήταν η συμβουλή της Αλίκης προς τη φίλη της.
Η Μάρθα όμως ήταν προσηλωμένη στο στόχο της και έτσι της είπε. «Ήταν καλή ευκαιρία για διάβασμα. Το βενζινάδικο διανυκτέρευε και δεν πάτησε ούτε ένα αυτοκίνητο να βάλει βενζίνη. Άνοιξα τα βιβλία μου λοιπόν και διάβαζα όλη νύχτα».
«Να πας να ξεκουραστείς όμως τώρα».
«Θα πάω μόλις πιούμε τα καφεδάκια. Θα κλείσω τα μάτια και θα ονειρευτώ το καλό μου!».
«Πάλι αυτή η ιστορία με το όνειρο;! Δεν αντέχω!». Της είπε αγανακτισμένη η Αλίκη.
Η Μάρθα είχε εμπιστευτεί στη φίλη της όλη αυτή την ιστορία με το παράξενο όνειρο. Εκείνη τη θεωρούσε εντελώς παράλογη και δεν ήθελε ν’ ακούσει.
Όμως η Μάρθα δεν πτοούνταν από αυτό. Συνέχιζε πάντα να πιστεύει στ’ όνειρό της και δεν της έδινε σημασία. Έτσι της είπε.
«Δε ξέρω τι λες εσύ Αλίκη, αλλά εμένα οι γονείς μου με μάθανε να πιστεύω στα όνειρα. Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω όταν κλείνω τα μάτια κάπου υπάρχει και με περιμένει. Δεν ήρθε η ώρα ακόμα να τον βρω».
«Καλά ζήσε στο κόσμο των ονείρων σου εσύ». Της απάντησε η Αλίκη αδιάφορα. Η συζήτηση των δύο φιλενάδων συνεχίστηκε για άσχετα θέματα.
Σ’ ένα δίωρο η Αλίκη σηκώθηκε να φύγει. Η Μάρθα τη ξεπροβόδισε λέγοντας. «Να πας στο καλό Αλικάκη, θα τα πούμε στις εξετάσεις μεθαύριο».
«Πάω να συνεχίσω το διάβασμα. Εσύ πήγαινε ξεκουράσου και διαβάζεις αργότερα πάλι».
«Εντάξει».
Αφού έφυγε η Αλίκη, η Μάρθα έκλεισε το βενζινάδικο και ανέβηκε στο σπίτι της. Μαγείρεψε κάτι πρόχειρο και κάθισε να φάει μόνη της.
Ξαφνικά εκεί που έτρωγε συνέβη κάτι μεταφυσικό! Ήρθε και κάθισε απέναντι της το είδωλο του νεαρού που έβλεπε στον ύπνο της.
Όπως ήταν φυσικό η Μάρθα ξαφνιάστηκε. Έκλεισε τα μάτια της να δει μήπως ονειρεύονταν αλλά όταν τ’ άνοιξε το είδωλο του νεαρού ήταν ακόμα απέναντί της. «Δεν είναι δυνατόν!». Είπε άναυδη και συνέχισε. «Αφού δε κοιμάμαι, πως μπορώ και σε βλέπω».
«Πήγαινε να κοιμηθείς, έχω πράγματα να σου πω και να σου δείξω». Της είπε το είδωλο του νεαρού και εξαφανίστηκε.
Η Μάρθα παράτησε το φαγητό όπως ήταν. Πήγε στο δωμάτιό της και ξέστρωσε με νευρικότητα το κρεβάτι. Δε πρόλαβε να κλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί, αμέσως εμφανίστηκε ο νεαρός του ονείρου και της είπε.
«Έλα πάμε».
«Που;». Τον ρώτησε εκείνη.
 «Θα δεις». Της απάντησε ο νεαρός και τη κράτησε από το χέρι. Ξαφνικά βρέθηκαν ως διά μαγείας στο προαύλιο χώρο ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος.
«Τι είναι εδώ;». Ρώτησε με απορία το νεαρό η Μάρθα.
«Από δω θα ξεκινήσεις τη ζωή σου και θα χτίσεις το μέλλον σου».  Το μάτι της Μάρθας έπεσε πάνω στην επιγραφή με τα μεγάλα γράμματα που έγραφε:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

«Ειλικρινά δε καταλαβαίνω τίποτα!». Είπε, και η απάντηση του νεαρού ήταν:
«Μη βιάζεσαι να εξηγήσεις πράγματα στη ζωή σου Μάρθα που είναι προγραμματισμένα να γίνουν στο χρόνο τους. Έλα να φύγουμε από δω, θέλω να σε πάω και κάπου αλλού».
Ως διά μαγείας πάλι βρέθηκαν σ’ ένα σταθμό τρένων. Καθόταν και κοιτούσαν ένα τρένο από στο οποίο μπαινόβγαινε πολύς κόσμος.
«Γιατί μ’ έφερες εδώ;». Ρώτησε η Μάρθα τον νεαρό και εκείνος της απάντησε.
«Θέλω να παρατηρήσεις καλά αυτό το τρένο, σ’ ένα από τα βαγόνια του είμαι και εγώ».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του σταθμού που έλεγε:
“ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΘΡΑΚΗ ΑΝΑΧΩΡΕΙ ΣΕ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ”

Ο νεαρός άφησε την ανακοίνωση να ακουστεί και έπειτα είπε στη Μάρθα. «Κοίτα το ρολόι του σταθμού…». Εκείνη γύρισε το βλέμμα της και κοίταξε το μεγάλο ρολόι που κρεμόταν από το σκέπαστρο της αποβάθρας του σταθμού. Έδειχνε τέσσερις παρά πέντε.
«Τέσσερις παρά πέντε». Είπε και ο νεαρός της Μάρθας σε τόνο επιβεβαίωσης και συνέχισε. «Να τη θυμάσαι αυτή την ώρα είναι η στιγμή που το κάρμα σου και το κάρμα μου θα γίνει ένα. Μη σταματήσεις να πιστεύεις σ’ εμένα. Αν σταματήσεις θα χαθούμε».
Τότε η Μάρθα έσκυψε να τον φιλήσει στο μάγουλο και εκείνος χάθηκε. Η ίδια από τη μια στιγμή στην άλλη άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι της μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη.

* * * *

 Δύο μέρες μετά έφτασε η στιγμή της εξέτασης του τελευταίου μαθήματος των πανελλαδικών. Λίγο πριν μπουν στη τάξη και ξεκινήσουν το γράψιμο η Μάρθα και η Αλίκη κάθονται σε μια γωνιά του προαυλίου και διαβάζουν τις λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής.
Το άγχος της Μάρθας έφτασε στο κόκκινο, αυτό φαινόταν από τον τρόπο που κρατούσε και γύριζε τις σελίδες του βιβλίου. «Ηρέμησε σε παρακαλώ. Δεν ωφελεί να είσαι αγχωμένη τώρα. Ότι είναι να γράψεις θα το γράψεις. Άσε στην άκρη το βιβλίο και ξεκούρασε το μυαλό σου».  Της είπε η Αλίκη ως πιο ψύχραιμη. Η Μάρθα την υπάκουσε και παράτησε το βιβλίο.
Σύντομα τα παιδιά μπήκαν στις τάξεις και οι εξετάσεις ξεκίνησαν. Η Μάρθα σε γενικές γραμμές έγραφε καλά. Η εξέταση ήταν διάρκειας τριών ωρών και εκείνη μέσα σε δύο ώρες είχε απαντήσει σε όλα τα θέματα.
Μόνο στο τέταρτο και τελευταίο θέμα έκανε ένα λάθος απροσεξίας. Έτσι την ώρα που έλεγχε το γραπτό της για τελευταία φορά πριν το παραδώσει, εμφανίστηκε δίπλα της το είδωλο του φύλακα άγγελου του ονείρου της και της είπε.
«Κοίτα καλύτερα το τέταρτο θέμα. Έχεις λάθος».
Η Μάρθα κοίταξε πιο προσεχτικά το τέταρτο θέμα και φυσικά βρήκε το λάθος. Τότε κοίταξε το είδωλο του νεαρού και του χαμογέλασε γλυκά.
Η Αλίκη που καθόταν από πίσω την κοίταξε και προσπάθησε να καταλάβει σε ποιον χαμογελά. «Σε ποιον γελάς;». Τη ρώτησε χαμηλόφωνα για να μην ακούσει ο περίγυρος μέσα στην αίθουσα.
«Σε κανέναν, εγώ τελείωσα. Φεύγω». Της απάντησε η Μάρθα και έπειτα παρέδωσε το γραπτό της και έφυγε.

* * * *

Ήταν γύρω στης είκοσι Αυγούστου. Η Μάρθα επέστρεψε από τις καλοκαιρινές της διακοπές στο Ναύπλιο που είχε πάει με την Αλίκη.
Πλέον το μόνο που περίμενε ήταν τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων και αυτά απ’ ότι είχε ακούσει θα ανακοινώνονταν από μέρα σε μέρα.
Ένα ήσυχο πρωινό λοιπόν που κατέβηκε από το σπίτι ν’ ανοίξει το βενζινάδικο, ενώ καθόταν αμέριμνη και περίμενε να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο να βάλει βενζίνη, εμφανίστηκε σαν σίφουνας η Αλίκη και φώναξε.
«Βγήκαν!». Η Μάρθα ανυποψίαστη τη ρώτησε.
«Ποια βγήκαν;».
«Τα αποτελέσματα παιδί μου! Τσακίσου να πάμε στο σχολείο!».
Αυτό ήταν. Ο πανικός σαν κολλητική ασθένεια μεταδόθηκε και στη Μάρθα. Να φανταστείτε από την αγωνία της φεύγοντας με την Αλίκη για το σχολείο, ξέχασε ξεκλείδωτο το μαγαζί. Ευτυχώς το πήρε χαμπάρι και γύρισε πίσω και το κλείδωσε έγκαιρα.
Όταν οι δύο κοπέλες έφτασαν στο σχολείο ο δρόμος που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ένας. Αυτός που οδηγούσε στον πίνακα ανακοινώσεων.  
Φτάνοντας εκεί μπλέχτηκαν μέσα σε μία μάζα παιδιών που ενδιαφέρονταν για το ίδιο ακριβώς πράγμα, για τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Μόλις στάθηκαν  μπροστά από το πίνακα, άρχισαν να ψάχνουν τις λίστες με τα ονόματα των επιτυχόντων μία προς μία για να βρουν τα ονόματά τους.
Χρειάστηκε λίγη ώρα για να τα βρουν και όταν τα βρήκαν και είδαν τι κατάφεραν, το πάρτι ξεκίνησε.
Η Αλίκη αγκάλιασε σφιχτά την Μάρθα και φώναξε. «Περάσαμε! Περάσαμε!!».
Περίμενε μία ανάλογη αντίδραση και από εκείνη. Όμως όχι, η Μάρθα διάβαζε και ξαναδιάβαζε άναυδη αυτό που είδε στη λίστα:

ΜΑΡΘΑ ΔΕΛΟΥΣΗ: ΕΠΙΤΥΧΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ  ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ.

Αμέσως το μυαλό της γύρισε στο όνειρο που είχε δει πριν καιρό με το πρίγκιπα της φαντασίας της. Εκείνος την είχε πάρει από το κρεβάτι της και ως διά μαγείας βρέθηκαν έξω από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης να της λέει, ότι από δω θα ξεκινήσει τη ζωή της και θα χτίσει το μέλλον της. Τώρα που ήταν ξύπνια έβλεπε μπροστά της ότι πέρασε σε μια σχολή αυτού του πανεπιστημίου. Αν δεν είναι αυτό μια σατανική συνομωσία της μοίρας, τότε τι είναι;
Μετά το σχολείο η Μάρθα με την Αλίκη πήγαν για καφέ. Σ’ αυτό το καφέ η Μάρθα ήταν αμίλητη και έντονα σκεπτική. Προσπαθούσε να εξηγήσει μέσα στο μυαλό της, πως γίνεται πριν λίγο καιρό ο πρίγκιπας της φαντασία της να τη ταξίδεψε μέσα στον ύπνο της μέχρι το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και μόλις σήμερα να μαθαίνει ότι πέρασε σε μια σχολή αυτού ακριβώς του πανεπιστημίου. Όσο και να προσπαθούσε όμως, η αλήθεια ήταν μία. Τέτοιου είδους θέματα επιδέχονταν μόνο μεταφυσική εξήγηση.
Η Αλίκη όμως ήθελε κουβέντα, γι’ αυτό και διέκοψε τις σκέψεις της λέγοντας. «Αμάν ρε Μάρθα! Δώσε μου λίγη σημασία! Τι σκέφτεσαι τόσο έντονα;».
«Μου συμβαίνει κάτι Αλίκη και προσπαθώ να το εξηγήσω».
«Εμένα θα μου πεις;».
«Θα σου πω, αν και είμαι σίγουρη ότι θα γελάσεις μαζί μου».
Έτσι λοιπόν η Μάρθα είπε στην Αλίκη για το όνειρο που είχε δει πριν λίγο καιρό με το γνωστό νεαρό και πως βρέθηκε μαζί του μέσα στον ύπνο της έξω από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Της είπε ακόμα πως δε θεωρεί καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τελικά πέρασε στη νομική σχολή αυτού του πανεπιστημίου.
Η Αλίκη που θεώρησε όλα αυτά ασύλληπτες φαντασιώσεις της Μάρθας, όπως ήταν αναμενόμενο γέλασε ακατάπαυστα.
Η Μάρθα εκνευρίστηκε από το σπαστικό παρατεταμένο γέλιο της και της είπε επιτακτικά. «Σταμάτα! Δε μπορώ να σ’ ακούω να γελάς μαζί μου. Το ήξερα ότι δε θα με καταλάβεις. Ήταν λάθος μου που σου μίλησα. Όταν αποφασίσεις να πάρεις στα σοβαρά αυτά που σου λέω και να με βοηθήσεις, έλα να με βρεις!». Σηκώθηκε και έφυγε από τη καφετέρια αρκετά εκνευρισμένη.
Μάταια η Αλίκη έτρεχε πίσω της και της φώναζε να σταματήσει. Η Μάρθα δεν την άκουγε.

* * * *

ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ. . .

Η Μάρθα στο σπίτι της μάζευε όλα της τα ρούχα. Είχε έρθει η ώρα να φύγει, αφήνοντας πίσω της το Αγρίνιο. Ποιος ξέρει; Ίσως και να μην ξαναγύριζε ποτέ σ’ αυτό το τόπο.
Το τρένο θα έφευγε από το σταθμό στις τέσσερις το απόγευμα για την Κομοτηνή όπου ήταν η έδρα της νομικής σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.
Είχε όλο το χρόνο λοιπόν να συμμαζέψει τα πράγματά της, το σπίτι της και το βενζινάδικο, έτσι ώστε να μην αφήσει πίσω της καμία εκκρεμότητα.
Μέχρι να τα κάνει όλα αυτά το απόγευμα έφτασε. Σε λίγη ώρα έπρεπε να είναι στο σταθμό. Η βαλίτσα της ήταν έτοιμη, περίμενε τη φίλη της την Αλίκη. Μαζί θα πήγαιναν στο σταθμό για να αποχαιρετιστούν.
Η Αλίκη θα παρουσιαζόταν λίγο καιρό μετά στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών, στην Αθήνα όπου πέρασε. Έτσι θεώρησε υποχρέωσή της να είναι παρόν στην αναχώρηση της φίλης της για τη Κομοτηνή. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που οι δύο φιλενάδες θα τραβούσαν χωριστούς δρόμους.
Γύρω στις τέσσερις παρά είκοσι η Αλίκη χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της Μάρθας, έχοντας ένα ύφος σαν τη Μεγάλη Παρασκευή. Εκείνη της άνοιξε. Οι δύο φιλενάδες κοιτάχτηκαν για λίγο χωρίς να μιλήσουν. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά ανάμεσά τους. Καταλάβαινε κανείς ότι η στιγμή του αποχαιρετισμού αναμένονταν πολύ συγκινητική.
«Έτοιμη;». Ρώτησε η Αλίκη τη Μάρθα καθώς έστεκε στη πόρτα της.
«Ναι. Πάμε». Της απάντησε εκείνη.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα ήταν στο σταθμό και το τρένο για τη Κομοτηνή θα έφευγε σε πέντε λεπτά.
Μέσα σε πέντε λεπτά λοιπόν οι δυο κοπέλες έπρεπε να πουν αυτά που ήθελαν η μία στην άλλη και να αποχαιρετιστούν.
Η στιγμή όμως ήταν από εκείνες τις στιγμές όπου τα λόγια περιττεύουν. Έτσι η Αλίκη άνοιξε τα χέρια της και έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά της τη Μάρθα. Φυσικά χύθηκε αρκετό δάκρυ και από τις δύο.
Όταν η κατάσταση αποφορτίστηκε κάπως η Αλίκη είπε στη Μάρθα.
«Να προσέχεις ε! Και να μου τηλεφωνείς».
 «Σίγουρα. Δε χανόμαστε εμείς. Να προσέχεις και συ εκεί στην Αθήνα που θα πας. Πες της μάνα σου να πηγαίνει να κοιτάει που και που το σπίτι και το μαγαζί. Να μου ποτίζει τους βασιλικούς που έχω στη βεράντα. Δε θέλω να μαραθούν».
«Μείνε ήσυχη θα της το πω».
Τότε ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου. «Πρέπει να φύγεις». Είπε η Αλίκη στη Μάρθα και συνέχισε. «Θα σε πάρει βράδυ μέχρι να φτάσεις εκεί πάνω».
Η Μάρθα γύρισε τυχαία για λίγο το κεφάλι της και κοίταξε το ρολόι του σταθμού. Της κόπηκε η ανάσα μ’ αυτό που είδε. Τέσσερις παρά πέντε ακριβώς. Το τρένο πίσω της σφύριζε επιτακτικά σημάδι πως έπρεπε να φύγει το συντομότερο.
«Αλίκη το όνειρο! Βγαίνει τ’ όνειρο!!». Είπε στη φίλη της ταραγμένη.
«Τι λες;». Τη ρώτησε η Αλίκη που δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Δεν υπήρχε χρόνος όμως για εξηγήσεις. Η Μάρθα πήρε τα πράγματά της και ανέβηκε γρήγορα στο τρένο.
Τα βαγόνια άρχισαν να κυλούν πάνω στις ράγιες. Καθώς το τρένο απομακρύνονταν από το σταθμό μια νέα ζωή με περισσότερη ουσία από τη προηγούμενη ανοίγονταν για τη Μάρθα. Η ίδια ήξερε πολύ καλά ότι παίρνοντας το πτυχίο της νομικής από τη σχολή της Κομοτηνής, θα ήταν πλέον ένας άνθρωπος με ταυτότητα και θέση στη κοινωνία και όχι μια νεαρά ιδιοκτήτρια βενζινάδικου στη περιοχή του Αγρινίου που δε της άρεσε καθόλου.
Σίγουρα αν ζούσαν οι γονείς της θα ήταν πολύ περήφανοι που τα κατάφερε τόσο καλά μόνη της.
Κοίταζε τη φύση γύρω της από το παράθυρο του βαγονιού ενώ το τρένο κινούνταν με ταχύτητα αστραπής πάνω στις ράγες.
Σε κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει προς τα μέσα. Το βαγόνι στο οποίο ανέβηκε ήταν άδειο. Υπήρχε μόνο ένας επιβάτης ο οποίος καθόταν με γυρισμένη τη πλάτη και η Μάρθα δε μπορούσε να τον δει κατά πρόσωπο.
Καθώς όμως προχωρούσε στο διάδρομο του βαγονιού για να καθίσει σε κάποιο κάθισμα, ο άνδρας σηκώθηκε από τη θέση του και η Μάρθα τον αντίκρισε κατάματα. Το πρόσωπο που είδε την άφησε άναυδη! Δεν ήταν δυνατόν να της συνέβαινε αυτό!!
Αφού δε κοιμόταν, πως ήταν δυνατόν να έβλεπε μπροστά της έναν νεαρό άνδρα που ήταν ολόιδιος με το παλικάρι που της έκλεψε τη καρδιά στα όνειρά της;!
Τα καστανά μαλλιά του, τα γαλάζια μάτια του, το τρυφερό λακκάκι στο πιγούνι του και όλο το σχήμα του προσώπου και του σώματός του έκαναν αυτό το νεαρό ολόφτυστο με τον νεαρό που έβλεπε στα όνειρά της η Μάρθα.
Όπως ήταν φυσικό της κόπηκαν τα πόδια της νεαρής. Δεν είναι και λίγο πράγμα να βλέπεις μπροστά σου καρμπόν τον άνθρωπο που επί χρόνια ονειρευόσουν!
Το πρόσωπο και τα χέρια της ιδρώσανε. Η βαλίτσα που κρατούσε της έπεσε και τότε πήρε το θάρρος και χάιδεψε το νεαρό άνδρα στο πρόσωπο για να διαπιστώσει αν αυτό που έβλεπε μπροστά της ήταν όντως πραγματικότητα ή ανήκε στη σφαίρα της φαντασίας της.
Όταν συνειδητοποίησε ότι αυτός ο νεαρός ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο είπε. «Δεν μπορώ να το πιστέψω! Είσαι εδώ! Υπάρχεις! Σε αγγίζω!».   
«Είσαι πανέμορφη!!». Της απάντησε ο νεαρός και συνέχισε. «Έλα να καθίσουμε έχουμε πολλά να πούμε».
Καθίσανε σε δύο θέσεις αντικριστά ο ένας στον άλλο. Τη συζήτηση ξεκίνησε η Μάρθα λέγοντας. «Δε το πιστεύω ότι σε βλέπω μπροστά μου! Σε ονειρεύομαι από μικρό κορίτσι με τόσο έντονο τρόπο που στο τέλος πίστεψα ότι υπάρχεις κάπου, και να που δεν έπεσα έξω. Έζησα μαζί σου στα όνειρά μου μία δεύτερη ζωή. Πως σε λένε;». Ο νεαρός έκλεισε τρυφερά τα χέρια της Μάρθας μέσα στα δικά του και της είπε.
«Πέτρο». 
«Το ίδιο ακριβώς όνομα είχες και στα όνειρά μου».
«Το ξέρω καρδιά μου και φαντάζομαι ότι το δικό σου όνομα είναι… Μάρθα;».
«Ναι».
«Ήμουν σίγουρος. Ξέρεις, έβλεπα και εγώ από μικρός στα όνειρα μου ένα κορίτσι να με συντροφεύει. Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και αυτό. Τώρα πλέον έρχεται στον ύπνο μου έχοντας το πρόσωπό σου. Την λένε Μάρθα».
«Πως το εξηγείς αυτό;».
«Φαίνεται Μάρθα, πως εμείς οι δύο σε μια προηγούμενη ζωή ζήσαμε μία καρμική αγάπη και είναι γραφτό μας να τη ζήσουμε και στην τωρινή». Η φωνή του ήταν σαν μελωδικό κελάιδισμα, ικανή να συγκινήσει κάθε γυναίκα. 
Η Μάρθα δεν έχασε χρόνο. Τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί γεμάτο πάθος στα χείλη. Έπειτα του είπε.
«Ας μη χάνουμε χρόνο. Σε θέλω!». Φιλήθηκαν ξανά και η συνέχεια αυτού του φιλιού δόθηκε εκεί στο άδειο βαγόνι με την τέλεση μιας ερωτικής πράξης που δεν είχε προηγούμενο. Η Μάρθα γινόταν επιτέλους γυναίκα στα έμπειρα χέρια του Πέτρου. Τα κορμιά τους έτρεμαν από ηδονή τόσο που αισθανόταν ότι το ένα ήταν η συνέχεια του άλλου.
Το βράδυ πλέον φτάσανε στο προορισμό τους. Από τη στιγμή που πατήσανε το πόδι τους στη Κομοτηνή δε χώρισαν ποτέ ξανά.
 Τελικά ο αληθινός έρωτας είναι γραμμένος μόνο μία φορά στο κιτάπι της μοίρας του ανθρώπου, γι’ αυτό οφείλουμε να τον ζήσουμε με υπέρμετρη ζωντάνια και ενθουσιασμό. Αν τον αφήσουμε να μας προσπεράσει ίσως να μην ξανάρθει ποτέ!
Είναι ένα συναίσθημα που έρχεται να προκαλέσει ευχάριστες ανατροπές στη προγραμματισμένη ζωή που ζούμε.
Μοιάζει με τον ιό που εισβάλει σ’ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκεί που αρχεία, προγράμματα και εφαρμογές ήταν ρυθμισμένα να λειτουργούν ορθά, ξαφνικά απορυθμίζονται.

* * * *

Συγγραφή: Νίκος Φασούλας
Τα κείμενα δεν έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. Παρακαλώ σεβαστείτε την Πνευματική Κατοχύρωση!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου